- θεσφατηλόγος
- θεσφατηλόγοςpropheticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεσφατηλόγος — θεσφατηλόγος, ον (Α) προφητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέσφατος + λόγος (< λόγος). Το συνδετικό φωνήεν η οφείλεται σε λόγους μετρικούς (αποφυγή αλλεπάλληλων βραχέων)] … Dictionary of Greek
θέσφατος — η, ο (Α θέσφατος, ον) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θέσφατα οι θείες εντολές ή προφητείες, οι χρησμοί αρχ. 1. αυτός που έχει εξαγγελθεί, που έχει λεχθεί από τον θεό, μοιραίος 2. ο σταλμένος από τον θεό, ο θείος 3. φρ. «θέσφατόν ἐστι» είναι ορισμένο … Dictionary of Greek